Mια νύχτα στον «Ευαγγελισμό»

Στον φαρμακοποιό δεν άρεσε το κόψιμο από σπασμένο ποτήρι στο μικρό δάχτυλο του παιδιού και συνέστησε να τον πάμε σε νοσοκομείο. Φτάσαμε είκοσι λεπτά μετά τα μεσάνυχτα στα «Επείγοντα» του «Ευαγγελισμού». Κόλαση. Γεμάτοι οι προθάλαμοι και οι στοιχειώδεις χώροι υποδοχής, τραυματιοφορείς (νοσοκόμες αλλά και οικείοι των ασθενών) να βρίζουν, μην μπορώντας να βρουν χώρο να περάσουν τα φορεία με τους ασθενείς· τραυματισμένοι από τροχαίες ή άλλες συγκρούσεις να βογκάνε – σπασμένα χέρια, πόδια, κεφάλια· μεθυσμένοι με στραπατσαρισμένα πρόσωπα, κάποιοι αλλοδαποί που μίλαγαν (ούρλιαζαν) ακαταλαβίστικα.

Γιατροί μπαινόβγαιναν, αίματα, εμετοί σε λερωμένα στρώματα· Θεέ μου, πού βρισκόμαστε; Η ώρα περνάει. Το δάχτυλο του μικρού πρήζεται και κάποια στιγμή αρχίζει να τρέχει αίμα. Κάτι να κάνουμε, αλλά πού να βρεθεί γιατρός; Οι φύλακες (security) τον βλέπουν να πονάει και φροντίζουν να βρουν (βρήκαν!) μια γάζα. Μπροστά μας είναι τρεις νεαροί. Εχουν προτεραιότητα. Βρίσκονται εδώ από τις εφτάμισι το απόγευμα! Εκνευρισμένοι. Με το δίκιο τους. Διακωμωδούν εντούτοις την κατάσταση. Κάποιες στιγμές θέλουν να μπουν μέσα (στα χειρουργεία) και να τα σπάσουν. Συγκρατούνται.

Η ώρα έχει φτάσει δύο τα ξημερώματα. Υπομονή. Ανθρωποι, γυμνοί πάνω στα φορεία, ξεσκέπαστοι, κρύβουν το πρόσωπό τους να μην τους βλέπουμε όσοι είμαστε σαν σαρδέλες στην αναμονή· προσποιούμαι ότι κοιτάζω στους τοίχους· στο τέλος κοιτάω μόνο αυτούς (δεν θέλω να βλέπω γύρω μου).

Η ώρα φτάνει τρεις. Οι τρεις νεαροί μπροστά μας έχουν βγει από τα ρούχα τους. Ο μικρός κρυώνει, νυστάζει, πεινάει και πονάει. Σφίγγουμε όλοι τα δόντια. Τρεις και μισή. Ο φύλακας φωνάζει ένα όνομα. Οι τρεις νεαροί αρχίζουν να ξεφωνίζουν. Κατάφεραν να μπουν στο χειρουργείο μετά από οκτώ ώρες αναμονή· και τι αναμονή!

Τέσσερις. Τέσσερις και μισή. Καπνίζω σαν βλάκας στον αύλειο χώρο. Πίνω και δυο μπίρες παρότι μου τις έχουν απαγορεύσει οι γιατροί – και τι; Θα τρελαθούμε κιόλας; Η ώρα εκτινάσσεται στον αριθμό πέντε. Χάνεται το κουράγιο. Χαϊδεύω τον μικρό. Υπομονή.

Φωνάζουν το όνομά μας στις πέντε και μισή. Μπαίνουμε σ’ έναν χώρο όπου «ανακατασκευάζονται» οι ασθενείς· αναστεναγμοί, κραυγές πόνου, γιατροί τρελαμένοι να τρέχουν από τον έναν στον άλλο. Θα χρειαστούμε ορθοπεδικούς – μήπως έχουν πειραχτεί οι τένοντες; Ευτυχώς. Αρχίζει η διαδικασία της συρραφής. Ποιος θα την κάνει; Ο χειρουργός είναι καταπονημένος. Τελικά ο ορθοπεδικός, ένας τεράστιος, όμορφος νεαρός, αναλαμβάνει την «επέμβαση». Τρία-τέσσερα ράμματα. Είμαστε έτοιμοι να φύγουμε. Ευχαριστούμε. Η ώρα έχει φτάσει έξι. Ξημέρωσε.

Ας αφήσουμε τον Πολάκη να αυτοηδονίζεται με τον λαϊκισμό του, το «αριστερό» παρελθόν του και τα «εγκλήματα» των προκατόχων του (ποιος εξάλλου τα αμφισβήτησε;).

Θαύμασα τους γιατρούς του χειρουργικού. Πρόθυμοι, προσηνείς, ευγενικοί (όσο επιτρέπουν οι άθλιες συνθήκες). Θερμοί στην ιερή εργασία τους και με μεγάλη κατανόηση για τον πόνο των ασθενών, καθώς και για το μπάχαλο μέσα στο οποίο ασκούν την επιστήμη τους. Ανθρωποι. Υπέροχοι μέσα στην αθλιότητα της ελληνικής Υγείας. Λαϊκοί επιστήμονες. Εύγε. Πραγματικά.

Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών


ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΣΧΟΛΙΟΥ

Το παρόν διαδικτυακό μέσο ουδεμία ευθύνη εκ του νόμου φέρει περί των επωνύμων ή ανωνύμων σχολίων που φιλοξενεί. Σε περίπτωση που θεωρείτε πως θίγεστε από κάποιο εξ αυτών, επικοινωνήστε μέσω της φόρμας επικοινωνίας έτσι ώστε να αφαιρεθεί.

One Response to “Mια νύχτα στον «Ευαγγελισμό»”

  1. Ο/Η Συριανος λέει:

    Αιδιαζω για το καταντημα των νοσοκομειων ητανε αλλα απογινε

Σχολιάστε

You can leave a response, or trackback from your own site.